Κείμενο : Γιάννης Ψαρέλης, Προπονητική Ομάδα TriathlonWorld & Triathlon.gr (info@triathlonworld.gr). Μία πολύ συνηθισμένη ερώτηση που μου κάνουν πολλοί αθλητές που θέλουν να ασχοληθούν ή ασχολούνται με το Τρίαθλο είναι η εξής : « πόση προπόνηση πρέπει να κάνω…για να τερματίσω ένα αγώνα…, να μπορώ να κάτω από στην Χ απόσταση, να είμαι στους τρεις πρώτους στον Υ αγώνα κ.λπ.».
Η απάντηση που λαμβάνουν είναι «Δεν καταλαβαίνω τί θέλεις να πεις;”
Η συζήτηση συνήθως συνεχίζεται όπου προσπαθώ να δω πως σκέφτονται οι περισσότεροι αθλητές και παρατηρώ ότι σκέφτονται με μετρητές χιλιομέτρων. Προσπαθώ να τους εξηγήσω ότι το σώμα μας δεν έχει μετρητή χιλιομέτρων όπως το κοντέρ του αυτοκινήτου μας και ότι γι΄ αυτό τον λόγο έχουμε δημιουργήσει την έννοια του προπονητικού φορτίου που έχει ως ανεξάρτητες μεταβλητές την ποσότητα, ένταση και συχνότητα. Τελικά αφού αυτό γίνεται καταννοητό με ρωτούν τι προπονητικό φορτίο πρέπει να έχουν για να …Η απάντηση που λαμβάνουν είναι «ρώτα τον προπονητή σου». Εκεί συνήθως εκνευρίζονται όμως συνήθως ηρεμούν αφού τους εξηγήσω κάποια πράγματα. Ο κάθε προπονητής ξέρει πολύ καλά τους αθλητές του και τι προπονητικά φορτία είναι τα βέλτιστα για τον καθένα από αυτούς και με τι μίγμα των τριών ανεξαρτήτων μεταβλητών. Προσωπικά αισθάνομαι πολύ τυχερός ότι καθώς είμαι ακόμα ενεργός αθλητής και ακόμα έχω το πάθος της καθημερινής προπόνησης μπορώ να παρακολουθώ από κοντά τους αθλητές που προπονώ και έτσι να τους μαθαίνω πολύ καλά. Επίσης είμαι τυχερός ότι έχω αθλητές με μυαλό οι οποίοι καταλαβαίνουν την σημασία αυτής της σχεδόν καθημερινής προπονητικής επίβλεψης και έτσι προσαρμόζουμε συνεχώς το προπονητικό φορτίο καθώς και το μίγμα αυτού. Η βέλτιστη επιλογή των προπονητικών φορτίων μπορεί να προέλθει μόνο από αυτή την καθημερινή σχέση προπονητή και αθλητή και την σχετική επίβλεψη. Για ακόμα μία φορά επαναλαμβάνω ότι η επιτυχημένη συνεργασία του κ. Γέμελου με το Σπύρο Γιαννιώτη βρίσκεται κυρίως στην μακροχρόνια κοινή πορεία και στο γεγονός ότι ο προπονητής ξέρει πολύ καλά τον αθλητή και τα προπονητικά φορτία που σχεδιάζει καθώς και το μίγμα τους βελτιστοποιούνται. Και αυτό δεν είναι το μόνο παράδειγμα. Εχουμε άπειρες περιπτώσεις αθλητών που ενώ είναι επιτυχημένοι με έναν προπονητή μόλις αλλάξουν προπονητή – ακόμα και εάν αυτός που καταφεύγουν είναι πιο διάσημος/ γνωστός/ “επιτυχημένος”- χειροτερεύουν σε απόδοση καθώς και περιπτώσεις αθλητών που αλλάζουν προπονητή και ξεκολλάνε από μία κατάσταση στασιμότητας. Το δεύτερο συνήθως συμβαίνει όταν ο προπονητής στον οποίο καταφεύγουν ενδιαφερθεί περισσότερο και δίνει την ουσία του προβλήματος.
Συνεπώς πρέπει να απαλλαγούμε από το σύνδρομο του πόσο πρέπει να κάνουμε και από τα “προγράμματα κονσέρβα”. Δεν είναι η προπονητική μία συνταγή μαγειρικής την οποία πρέπει να αναζητήσoυμε μέσα από το Ιντερνετ ή σε ένα περιοδικό. Δεν είναι μόνο πόσα χιλιόμετρα πρέπει να γράψει το κοντέρ μας για να πετύχουμε έναν χρόνο. Παρατηρώ επί χρόνια στην κολύμβηση και στο στίβο τα δρώμενα και τους προπονητές αθλητές και αυτό που προκύπτει είναι το πόσο δυνατή – σε επίπεδο σεβασμού, ενέργειας, πειραματισμού, πίστης ο ένας στον άλλο κ.λπ.- είναι αυτή η σχέση είναι το μυστικό της επιτυχίας.
Στο 5ο τεύχος του ηλεκτρονικού μας περιοδικού παρουσιάζω άρθρο σχετικά με τα κριτήρια με τα οποία πρέπει να επιλέξει κάποιος αθλητής τον προπονητή του. Νομίζω ότι αξίζει να το διαβάσετε και να επιλέξετε τον σωστό προπονητή για εσάς. Για οποιοδήποτε αθλητή η επιλογή του προπονητή είναι το πιο καθοριστικό στοιχείο για την εξέλιξη και συνεπώς πρέπει να προσέχει ώστε να μην το κάνει λάθος. Δεν υπάρχει καλός ή κακός προπονητής αλλά καλός ή κακός προπονητής για εμάς.