Δεν θα μπορούσε να είναι άλλος εκτός από τον Κώστα Τσικλητήρα, που έφυγε από τη ζωή στις 10 Φεβρουαρίου του 1913. Ο ΣΕΓΑΣ με αυτό το μικρό αφιέρωμα τιμά τον μεγάλο αυτό αθλητή και άνθρωπο, με τησυμπλήρωση 100 χρόνων από το θάνατο του.
Γεννήθηκε στην Πύλο στις 30 Οκτωβρίου 1888. Ο πατέρας του ήταν γιατρός. Από μικρός ασχολήθηκε με τον αθλητισμό. Με την προτροπή του πατέρα του σε ηλικία 17 ετών μετακόμισε στην Αθήνα για να σπουδάσει οικονομικά στην Ανωτάτη Εμπορική Σχολή αλλά τον κέρδισε ο αθλητισμός και το 1906 έγινε αθλητής του Πανελληνίου. Ασχολήθηκε παράλληλα με το στίβο και το ποδόσφαιρο.
Το 1906 κατέκτησε την τρίτη θέση στο μήκος άνευ φοράς στους Πανελληνίους Αγώνες με επίδοση 2.83 μ.. Το ίδιο έτος στους Μεσολυμπιακούς της Αθήνας, κατετάγη 6ος στο ύψος άνευ φοράς με 1.30 μ, ενώ στο μήκος άνευ φοράς αποκλείστηκε στον προκριματικό.
Το 1907 κατέκτησε τρία χρυσά μετάλλια στους Πανιώνιους Αγώνες της Σμύρνης, στο άλμα εις ύψος με 1.65 μ., στο ύψος άνευ φοράς με 1.40 μ. και στο μήκος άνευ φοράς με 3.14 μ..Επίσης του απονεμήθηκε ο Χρυσός Σταυρός του Πανιωνίου. Στους Πανελλήνιους Αγώνες κατάκτησε 2 χρυσά μετάλλια.
Στις 20 Ιουλίου 1908 αγωνίστηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου στο αγαπημένο του αγώνισμα το οποίο ήταν το μήκος άνευ φοράς και κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο. Τρεις ημέρες μετά στις 23 Ιουλίου κατέκτησε για δεύτερη φορά το ασημένιο μετάλλιο στην ίδια διοργάνωση αλλά αυτή τη φορά στο ύψος άνευ φοράς . Τα άλματά του ήταν 3,28 μ. και 1,15 μ. αντίστοιχα.
Ασχολήθηκε και με το ποδόσφαιρο και το 1908 ακολούθησε τον Γιώργο Καλαφάτη εγκαταλείποντας την ποδοσφαιρική ομάδα του Πανελληνίου και συμμετείχε στην πρώτη ομάδα που σχημάτισε ο Ποδοσφαιρικός Ομιλος ΑΘηνών. Αγωνιζόταν στη θέση του τερματοφύλακα και την ίδια χρονιά κατέκτησε το Κύπελλο ποδοσφαίρου που διοργανώθηκε από την Ολυμπιακή Επιτροπή και στις 30 Νοεμβρίου του 1908 κατέκτησε το Πανελλήνιο Πρωτάθλημα ποδοσφαίρου που διοργανώθηκε από το ΣΕΑΓΣ. Στις 7 Δεκεμβρίου 1910 κατάκτησε ένα ακόμη Πανελλήνιο Πρωτάθλημα ποδοσφαίρου με τον ΠΟΑ.
Την 1η Απριλίου 1912 κατέρριψε στην Αλεξάνδρεια το παγκόσμιο ρεκόρ στο άλματος σε μήκος ανευ φοράς με 3,47 που κατείχε ο Αμερικανός Γιούρι Ρέι από το 1904. Στις 21 Απριλίου 1912 κατέρριψε το παγκόσμιο ρεκόρ στο άλμα σε ύψος με επίδοση 1,72. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1912 στη Στοκχόλμη κατέκτησε (8 Ιουλίου) το χρυσό μετάλλιο στο μήκος άνευ φοράς με άλμα 3,37 και το χάλκινο στο ύψος άνευ φοράς με άλμα 1,55.
Παρόλο που επέστρεψε νικητής και τροπαιούχος από την Στοκχόλμη, ο Τσικλητήρας είπε παρών στο προσκλητήριο των Βαλκανικών Πολέμων. Αρνήθηκε να υπηρετήσει σε άλλη θέση εκτός από την πρώτη γραμμή για να μην κατηγορηθεί για άνιση μεταχείριση.
Εκεί στο μέτωπο προσεβλήθη από μηνιγγίτιδα και άφησε την τελευταία του πνοή στις 10 Φεβρουαρίου 1913 σε ηλικία 25 ετών. Τάφηκε στο οικογενειακό μνήμα της οικογένειας στο Α΄Νεκροταφείο Πατρώνόπου βρίσκεται και σήμερα, πάνω στην πλάκα υπάρχουν 5 κύκλοι, το έμβλημα των ολυμπιακών αγώνων, εφόσον 3 μέλη της οικογένειας είχαν πάρει μέρος στους αγώνες.
Συνοπτικά οι διακρίσεις του Τσικλητήρα
4 μετάλλια σε Ολυμπιακούς Αγώνες
Άλμα εις μήκος άνευ φοράς (1 Χρυσό το 1912, 1 ασημένιο το 1908), Άλμα εις ύψος άνευ φοράς (1 Ασημένιοτο 1908 και 1 χάλκινο το 1912).
17 Χρυσά μετάλλια στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα στίβου ανδρών.
Άλμα εις ύψος άνευ φοράς (6 Χρυσά: 1907, 1908, 1909, 1910, 1911, 1912).
Άλμα εις μήκος άνευ φοράς (6 Χρυσά: 1907, 1908, 1909, 1910, 1911, 1912).
Άλμα εις ύψος (3 Χρυσά μετάλλια: 1908, 1910, 1912).
Πένταθλο (2 Χρυσά μετάλλια: 1910, 1911).
Και στο ποδόσφαιρο είχε κατακτήσει 2 πρωταθλήματα (1909, 1911) και ένα κύπελλο το 1908.
Αναδημοσίευση από www.sansimera.gr
Θρυλική μορφή του ελληνικού αθλητισμού, τέσσερις φορές Ολυμπιονίκης στα αγωνίσματα άνευ φοράς.
Γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1888 στην Πύλο της Μεσσηνίας από εύπορη οικογένεια της περιοχής. Ο πατέρας του τον έστειλε στην Αθήνα για να σπουδάσει Οικονομικά, αλλά ο νεαρός Κωστής έδειξε μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τον αθλητισμό. Γράφτηκε στον Πανελλήνιο Γυμναστικό Σύλλογο και το 1906 είχε την πρώτη επιτυχία, καθώς κατέκτησε την τρίτη θέση στο μήκος άνευ φοράς στους Πανελληνίους Αγώνες με επίδοση 2.83 μ. Αμέσως, όμως, έρχεται και η πρώτη απογοήτευση, όταν στους Μεσολυμπιακούς της Αθήνας, τον ίδιο χρόνο, κατετάγη 6ος στο ύψος άνευ φοράς με 1.30 μ, ενώ στο μήκος άνευ φοράς αποκλείστηκε στον προκριματικό.
Σφίγγει τα δόντια, δουλεύει σκληρά και το 1907 κατακτά τρία χρυσά μετάλλια στους Πανιώνιους Αγώνες της Σμύρνης: στο άλμα εις ύψος με 1.65 μ., στο ύψος άνευ φοράς με 1.40 μ. και στο μήκος άνευ φοράς με 3.14 μ. Την επόμενη χρονιά έρχεται η μεγάλη διάκριση στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου, όταν κερδίζει δύο αργυρά μετάλλια: στο ύψος άνευ φοράς με 1.55 μ. και στο μήκος άνευ φοράς με 3.25 μ.
Ο Τσικλητήρας ήταν ψηλός (1.92 μ.) με θαυμάσια αλτικότητα, που οφειλόταν στα δυνατά του πόδια και στο εκπληκτικό «σπάσιμο» της μέσης του. Ιδού, πως τον περιγράφει ο ανταποκριτής της εφημερίδας «Χρόνος» στο Λονδίνο και γνωστός λογοτέχνης Ζαχαρίας Παπαντωνίου: «…Είνε σώμα υψηλόν, λεπτόν, καλογραμμένον. Εις το σχέδιον του μελαχροινού προσώπου του, των μήλων, των ματιών, των χειλέων, του πώγωνος νομίζεις ότι επέρασεν, ελαφρώς, ολίγον κοντύλι Γκύζη. Από πάνω ως κάτω ο νέος αυτός έχει ευγενεστάτην γραμμήν. Μελαχροινός, πολύ υψηλός σχετικώς με τη νεότητά του, πόδια μεγάλα και λαστιχένια, ως σκύλου πόιντερ, σύμμετρον και χαριτωμένον σύνολον. Το μόνον μειονέκτημά του είνε ότι δεν έχει, ακόμη, την αθλητικήν ανάπτυξιν που του χρειάζεται. Πολύ ολίγον έχει γυμνασθή και είνε μάλλον αδύνατος. Αλλά η νίκη του εις το αγγλικόν στάδιον του έδειξε τον δρόμον και είνε αρκετά έξυπνος ώστε να μη τον χάση. Από τώρα και εις το εξής πρέπει να ζη διαρκώς μέσα εις τα γυμναστήρια».
Ο Τσικλητήρας επανέλαβε το κατόρθωμα του Λονδίνου τέσσερα χρόνια αργότερα. Στους Ολυμπιακούς της Στοκχόλμης το 1912 κέρδισε χρυσό μετάλλιο στο μήκος άνευ φοράς με 3.37 μ. (παγκόσμιο ρεκόρ του ιδίου με 3.47 μ. από την 1η Απριλίου) και χάλκινο στο ύψος άνευ φοράς με 1.55 μ., αφού χρειάστηκε να δώσει σκληρή μάχη και στα δύο αγωνίσματα με τους αδελφούς Άνταμς από τις ΗΠΑ. Ο Τσικλητήρας επέστρεψε τροπαιούχος στην Αθήνα, όπου του επιφυλάχθηκε αποθεωτική υποδοχή, ενώ διθυραμβικά ήταν και τα σχόλια του Τύπου.
Δύο μήνες μετά τον θρίαμβο της Στοκχόλμης ξεσπά ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος (4 Οκτωβρίου 1912) και ο Τσικλητήρας στρατεύεται. Του προτείνουν να παραμείνει στο Φρουραρχείο Αθηνών, αλλά αυτός αρνείται. Θέλει να πάει στο μέτωπο για να μην κατηγορηθεί για ευνοϊκή μεταχείριση. Εκεί στην πρώτη γραμμή προσβλήθηκε από μηνιγγίτιδα και άφησε την τελευταία του πνοή στις 10 Φεβρουαρίου 1913. Ήταν μόλις 25 ετών. Προς τιμήν του, ο Πανελλήνιος διοργανώνει από το 1963 συνάντηση στίβου με την επωνυμία «Τα Τσικλητήρεια».
Ο Τσικλητήρας, εκτός από τη μεγάλη του αγάπη για τον στίβο, γοητεύτηκε από το ποδόσφαιρο, ένα νέο άθλημα, που συνέπαιρνε τους νεαρούς της εποχής του. Έπαιξε τερματοφύλακας στον Ποδοσφαιρικό Όμιλο Αθηνών (ΠΟΑ), που ίδρυσε ο συναθλητής του στον Πανελλήνιο Γεώργιος Καλαφάτης και το 1924 μετονομάσθηκε σε Παναθηναϊκό Αθλητικό Όμιλο (ΠΑΟ).
Διαβάστε περισσότερα: http://www.sansimera.gr/biographies/301#ixzz2Kb94eNGi